- υποχώρημα
- -ήματος, τὸ, Α [ὑποχωρῶ]περίττωμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑποχώρημα — downward evacuation neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποχωρημάτων — ὑποχώρημα downward evacuation neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποχωρήμασι — ὑποχώρημα downward evacuation neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποχωρήμασιν — ὑποχώρημα downward evacuation neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποχωρήματα — ὑποχώρημα downward evacuation neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποχωρώ — ὑποχωρῶ, έω, ΝΜΑ [χωρῶ] αποσύρομαι προς τα πίσω, οπισθοδρομώ, οπισθοχωρώ («ὡς εἶδον τὰς τῶν Πελοποννησίων ναῡς προσπλεούσας, ὑπεχώρησαν ἐς τὴν Σάμον», Θουκ.) νεοελλ. 1. υφίσταμαι καθίζηση ή πτώση («το έδαφος υποχώρησε κάτω από τα πόδια τους») 2.… … Dictionary of Greek